ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΤΟ 1853 Ο ΣΑΤΥΡΙΚΟΣ ΜΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣ

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΤΟ 1853 Ο ΣΑΤΥΡΙΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΜΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΟΥΡΗΣ 




Ο Γιώργος Σουρής καταγόταν από την Ερμούπολη της Σύρου .Ο Σουρής ήταν από τους σπουδαιότερους σατιρικούς ποιητές της σύγχρονης Ελλάδας ενώ προτάθηκε πέντε φορές για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Ο Σουρής ήταν φοιτητής στη φιλοσοφική σχολή Αθηνών από την οποία δεν πήρε ποτέ πτυχίο καθώς ο ίδιος κοβόταν απο τους καθητητές του στο μάθημα της μετρικής . Ηταν βέβαια απορίας άξιο γιατί στη πορεία αποδείχθηκε ο καλύτερος χρήστης στη μετρική και πολυ καλός δημοσιογράφος της έμμετρης σάτιρας .Τον Σουρή θαύμασαν οι Χαρίλαος Τρικούπης ο οποίος τον έκανε και υπουργό εσωτερικών μέχρι την ανατροπή του αλλά και ο Κωστής Παλαμάς ο οποίος τον χαρακτήρισε ως έναν από τους κορυφαίους σατιρικούς ποιητές ενώ υποστήριξε πως ζήλευε την σατιρική του πένα .

Εξέδοσε την εφημερίδα Ο ΡΩΜΗΟΣ με έμμετρο σατιρικό στίχο που τον έκανε διάσημο σε όλη την χώρα , τόσο που κατάφερε να ζήσει μόνο από τα έσοδα της εφημερίδας.

Ως προσωπικότητα ήταν ευχάριστος , αξιαγάπητος , ευγενής , φιλικός και καλοσυνάτος .Δημιούργησε ένα από τα γνωστότερα φιλολογικά σαλόνια στα οποία ήταν καλεσμένοι διάφοροι επιφανείς λόγιοι , διανοούμενοι και ποιητές κι έτσι μ αυτό το τρόπο κατάφερε να δημιουργήσει πολλές φιλικές σχέσεις με ανθρώπους του χώρου του .
Ενα από τα πολλά ποιήματα του είναι τα παρακάτω

 Ὁ Ῥωμηός

Στὸν καφενὲ ἀπ᾿ ἔξω σὰν μπέης ξαπλωμένος,
τοῦ ἥλιου τὶς ἀκτῖνες ἀχόρταγα ρουφῶ,
καὶ στῶν ἐφημερίδων τὰ νέα βυθισμένος,
κανέναν δὲν κοιτάζω, κανέναν δὲν ψηφῶ.
Σὲ μία καρέκλα τὅνα ποδάρι μου τεντώνω,
τὸ ἄλλο σὲ μίαν ἄλλη, κι ὀλίγο παρεκεῖ
ἀφήνω τὸ καπέλο, καὶ ἀρχινῶ μὲ τόνο
τοὺς ὑπουργοὺς νὰ βρίζω καὶ τὴν πολιτική.
Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί οὐρανὸς ! τί φύσις !
ἀχνίζει ἐμπροστά μου ὁ καϊμακλῆς καφές,
κι ἐγὼ κατεμπνευσμένος γιὰ ὅλα φέρνω κρίσεις,
καὶ μόνος μου τὶς βρίσκω μεγάλες καὶ σοφές.
Βρίζω Ἐγγλέζους, Ρώσους, καὶ ὅποιους ἄλλους θέλω,
καὶ στρίβω τὸ μουστάκι μ᾿ ἀγέρωχο πολύ,
καὶ μέσα στὸ θυμό μου κατὰ διαόλου στέλλω
τὸν ἴδιον ἑαυτό μου, καὶ γίνομαι σκυλί.
Φέρνω τὸν νοῦν στὸν Διάκο καὶ εἰς τὸν Καραΐσκο,
κατενθουσιασμένος τὰ γένια μου μαδῶ,
τὸν Ἕλληνα εἰς ὅλα ἀνώτερο τὸν βρίσκω,
κι ἀπάνω στὴν καρέκλα χαρούμενος πηδῶ.
Τὴν φίλη μας Εὐρώπη μὲ πέντε φασκελώνω,
ἀπάνω στὸ τραπέζι τὸν γρόθο μου κτυπῶ...
Ἐχύθη ὁ καφές μου, τὰ ροῦχα μου λερώνω,
κι ὅσες βλαστήμιες ξέρω ἀρχίζω νὰ τὶς πῶ.
Στὸν καφετζῆ ξεσπάω... φωτιὰ κι ἐκεῖνος παίρνει.
Ἀμέσως ἄνω κάτω τοῦ κάνω τὸν μπουφέ,
τὸν βρίζω καὶ μὲ βρίζει, τὸν δέρνω καὶ μὲ δέρνει,
καὶ τέλος... δὲν πληρώνω δεκάρα τὸν καφέ.


0 Comments:

Δημοσίευση σχολίου